σουλφονάλη

σουλφονάλη
η, Ν
(φαρμ.) κοινή ονομασία τής οργανικής ένωσης διαιθυλο-σουλφονο-διμεθυλο-μεθάνιο, που χρησιμοποιείται ως υπνωτικό, αλλ. σουλφοναλόνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εμπορ. ονομασία sulfonal].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”